Ο Αναρχικός του Κινηματογράφου
Εικαστικός, Σκηνοθέτης, Σκηνογράφος, Σεναριογράφος, Συγγραφέας, ο Νίκος Κούνδουρος υπήρξε μια ξεχωριστή, εμβληματική προσωπικότητα στον κόσμο του Κινηματογράφου.
«Είναι σπουδαίο πράγμα να έχεις γεννηθεί Κρητικός», έλεγε. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, γιος του Ιωσήφ Κούνδουρου, εξέχοντος δικηγόρου, ο οποίος άφησε τη σφραγίδα του και στην πολιτική ζωή της χώρας, υπηρετώντας την ως βουλευτής και Υπουργός, από το 1920 έως το 1933, ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου του 1926. Οι γονείς του δεν ήθελαν να πολιτογραφηθεί Αθηναίος, έτσι τον μετέφεραν στην Κρήτη, ώστε να καταχωρηθεί στα Δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου.
«Αυτή, η πιο παλιά μου μνήμη, έδειχνε ένα μεγάλο ευρύχωρο δωμάτιο παλιού αρχοντικού. Δυο ψηλά παράθυρα άφηναν να μπαίνει το κατάλευκο φως από μια καλοκαιριάτικη μέρα στον Άγιο Νικόλαο, εκεί που απάγκιασε η Σφακιανή φαμίλια πριν από εκατό χρόνια. Έγινα χριστιανός ορθόδοξος κλοτσώντας τον παπά, καθώς δεν άφηνα να μου βγάλουν το άσπρο μου βρακάκι. Μπήκα στην κολυμπήθρα έτσι που ήθελα εγώ, κι αυτή ήταν η πρώτη μου νίκη στον πόλεμο με την κοινωνία.» «Μια εκθαμβωτική καθαράδα», από τις πρώτες εικόνες που θυμάται από τη βάφτισή του, το 1931, ο σπουδαίος Σκηνοθέτης στην αυτοβιογραφία του, «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» (2009).
Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε το 1948. Εκείνη την εποχή, γνωρίζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι: «για μένα, ο άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις» θα πει. Αφιερωμένο στον Κούνδουρο είναι το έργο του Μάνου, «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα», ενώ θα γράψει και τη μουσική για τις τέσσερεις πρώτες ταινίες του Σκηνοθέτη.
Στην Εθνική Αντίσταση τάχθηκε με το ΕΑΜ και μετά το τέλος του πολέμου, εξορίστηκε στη Μακρόνησο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον Κινηματογράφο. Πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου είναι η «Μαγική Πόλη» (1954). Στο φιλμ αυτό τον στηρίζουν και παίξουν αρκετοί ηθοποιοί με τους οποίους γνωρίστηκε στη Μακρόνησο. Ένα μικρό ρόλο ερμηνεύει και ο Θανάσης Βέγγος, στενός του φίλος και συγκρατούμενος εκείνη την εποχή. Η ταινία με έντονα στοιχεία νεορεαλισμού, αποτυπώνοντας την πραγματική ζωή της μετεμφυλιακής Ελλάδας, θα κερδίσει τις εντυπώσεις και ο Κούνδουρος «θα γίνει» ο νέος ξεχωριστός Σκηνοθέτης.
Εθελοντής στη Μεγάλη Περιπέτεια
Ο ίδιος θα δηλώσει αργότερα στο βιβλίο του, «Στοπ καρέ»: «Δεν κάνω κινηματογράφο για την αφεντιά μου. Οι άλλοι με νοιάζουν, των αλλονών τα ντέρτια, οι καημοί, οι δυστυχίες, οι έρωτες, οι θάνατοι. Και στο σημείο που οι άλλοι είναι εγώ, υπογράφω τις ταινίες μου, πλαστογράφος ίσως των αληθινών πραγμάτων, ήσυχος πως δεν έκανα κακό σε κανέναν [...] Ζω πολύ με τις ζωές των άλλων, χρόνια πίσω, μ' αυτά που έγιναν και δεν ξεγίνονται και ούτε θα ξαναγίνουν. Τρέφω το νου μου με μνήμες πραγμάτων που γίνανε πολύ πριν αποκτήσω εγώ τη δική μου μνήμη».
Ακολούθησαν σημαντικές ταινίες όπως ο «Δράκος» (1956), «Οι παράνομοι» (1958), «Το ποτάμι» (1959), «Μικρές Αφροδίτες» (1963), «Το πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1974), «1922» (1978), «Μπορντέλο» (1984), «Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» (1992), «Οι φωτογράφοι» (1998), «Ένα Πλοίο για την Παλαιστίνη» (2011).
Οι ταινίες του Νίκου Κούνδουρου θα πάρουν μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, σε πολλά Φεστιβάλ στο εξωτερικό, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, Φεστιβάλ Βερολίνου κ. α. Βραβεύτηκε για την ταινία του «Το ποτάμι» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1959). Την ταινία θα την αποσύρει για μεγάλο διάστημα, αφού λόγω λογοκρισίας της άλλαξαν το μοντάζ, κόβοντας σκηνές. Κέρδισε το πρώτο βραβείο Σκηνοθεσίας στα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Βερολίνου, το 1963, για τις «Μικρές Αφροδίτες». Η ίδια ταινία έλαβε και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Με το φιλμ αυτό, θα κερδίσει την παγκόσμια δόξα και αναγνώριση. Εξαιτίας του θέματός της θα γίνει ο ύμνος των απανταχού χίπις. Ακόμα και σήμερα παίζεται σε διάφορα αφιερώματα, σε όλο τον κόσμο.
Η ταινία «Δράκος» χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία στη δεκαετία του 1950-1960, παρόλο που στην πρώτη της προβολή απαξιώθηκε από κοινό και κριτικούς. Ο σκηνοθέτης θυμάται: «Μπήκα κρυφά στις αίθουσες που παιζόταν «Ο Δράκος», στο «Ρεξ», στο «Αττικόν». Κι άκουσα σφυρίγματα και ειρωνικές φωνές του κόσμου που ένιωθε εξαπατημένος. Περίμενα να τους δω να βγαίνουν και κάποιοι μου έσφιξαν σιωπηλά το χέρι. Τότε έμαθα, μια κι έξω, πως εγώ κι αυτό το άγνωστο πλήθος δε θα 'χαμε ποτέ καλές σχέσεις».
Από το 1967 ως το 1974 περιπλανιέται σ’ όλη την Ευρώπη, ως ανήσυχος Έλληνας που ήταν. Θα επιστρέψει στη Πατρίδα και θα γυρίσει το ιστορικό, πια, ντοκουμέντο «Τα τραγούδια της Φωτιάς».
Για πολλά χρόνια θα διατελέσει πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών. Θα ασχοληθεί με την καταγραφή της Ιστορίας μέσα από τον Κινηματογράφο, «1922», «Μπορντέλο» «Μπάιρον», «Φωτογράφοι», «Παλαιστίνη…».
Ταινίες του προβλήθηκαν πολλές φορές σε ελληνικά και ξένα τηλεοπτικά δίκτυα, ενώ αντίγραφά τους περιλαμβάνονται στις Συλλογές του Ευρωπαϊκού Μουσείου Κινηματογράφου, της Γαλλικής Ταινιοθήκης και του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης.
Ο Νίκος Κούνδουρος θα φύγει από τη ζωή στην Αθήνα, το μεσημέρι της Τετάρτης 22 Φεβρουαρίου 2017, σε ηλικία 91 ετών.